σατυρίζω

σατυρίζω
(I)
Α [Σάτυρος]
1. παριστάνω τον Σάτυρο
2. (κατ
επέκτ.) γελοιοποιώ, χλευάζω.
————————
(II)
Ν
εσφαλμένη γραφή αντί σατιρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενσατυρίζω — ἐνσατυρίζω (Α) [σατυρίζω] φέρομαι με απρέπεια …   Dictionary of Greek

  • σατυρισμός — ὁ, Α [σατυρίζω (Ι)] η σατυρίαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”